- ξυλίζω
- μετ. бить палкой, избивать (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλίζω — (Α το μέσ. ξυλίζομαι) [ξύλον] νεοελλ. 1. δέρνω κάποιον με ξύλο, τού δίνω ξυλιές 2. (γενικά) δέρνω, χτυπώ αρχ. συλλέγω ξύλα, ξυλεύομαι … Dictionary of Greek
ξυλίζω — ξύλισα, ξυλίστηκα, ξυλισμένος, δίνω ξυλιές: Θα σε ξυλίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλισμός — ξυλισμός, ὁ (Α) [ξυλίζω] το μάζεμα ξύλων («ἐπὶ ξυλισμὸν ἐξεληλυθότας», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
ξυλιστής — ξυλιστής, ὁ (Α) [ξυλίζω] αυτός που κόβει ή συλλέγει ξύλα, ξυλοκόπος … Dictionary of Greek
ξυλοκοπώ — άω (Α ξυλοκοπῶ, έω) [ξυλοκόπος] 1. δέρνω κάποιον χρησιμοποιώντας ξύλο, ξυλίζω, ξυλοφορτώνω, ραβδίζω («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῑται», Πολ.) 2. δέρνω κάποιον ανηλεώς αρχ. κόβω ξύλα, ιδίως από δάσος … Dictionary of Greek
ξύλισμα — το [ξυλίζω] χτύπημα κάποιου με ξύλο, δαρμός … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξύλισμα — το, ατος η πράξη του ξυλίζω, ο δαρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβδίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. χτυπώ με ραβδί, ξυλίζω: Παλιότερα στα σχολεία ράβδιζαν τους αμελείς ή άτακτους μαθητές. 2. χτυπώντας με ραβδί ρίχνω κάτω τους καρπούς δέντρου: Ο γεωπόνος τούς έλεγε να μη ραβδίζουν τα ελαιόδεντρα για να μαζέψουν τις ελιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)